Πάει καιρός που ένα χέρι διπλώθηκε αργά
Και σφάλισε τα δάχτυλα του.
Πάει καιρός που το βλέμμα γύρισε πίσω ακοίταχτο.
Πάει καιρός που το ολόκληρο επέστρεψε μισό
Και σαστισμένο.
Αίφνης, η σκιά, μέρα γυρεύει να ντυθεί…
Να επιμένει πως την εχρωματίσαν ζωντανοί…
Κάποιος, κάποτε μου έλεγε,
πως κινδυνεύει η στιγμή απ’ την αγάπη
Ή το αντίθετο;
Δε θυμάμαι…
Μόνο λυπάμαι τις εξόριστες βουές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου