Τα καλοκαίρια της μνήμης μου έχουν το άρωμα του γιασεμιού της Γιαννούλας.
Ένα καμαράκι μικρό είχε, μα ήταν πνιγμένο από τις μυρωδιές και τα χρώματα όλων των λουλουδιών. Αυτά ήταν τα παιδιά της, αυτά φρόντιζε με περισσή αγάπη κι αφοσίωση, δίνοντας τους την έγνοια της μάνας που δεν αξιώθηκε να γίνει.
Δίπλα στο παράθυρο του δρόμου, δέσποζε ένα μεγάλο βαρέλι βαμμένο πράσινο, με το πρωτοπαίδι της, το γιασεμί. Πόσες φορές το χρόνο δεν το έβαφε… Πού την έχανες πού την εύρισκες, σκυμμένη να κόβει τα ξερά φύλλα, να ποτίζει, να μιλάει με τρυφεράδα στο ολάνθιστο φυτό.. .
Εμάς τα παιδιά μας κυνηγούσε. Δεν είχε κι άδικο, γιατί η συμμορία των πιτσιρικάδων εφεύρισκε κάθε μέρα και μια καινούρια μέθοδο για να το καταστρέψει.. Πότε σημαδεύοντας με τη μπάλα τα κλωνάρια του, πότε κατουρώντας με τη σειρά τα αγόρια το ένα πίσω απ’ το άλλο το αφράτο χώμα του. Τι αγριάδα είχαν τα παιχνίδια μας τότε… Μια εμπόλεμη, μια ανήλεη διάθεση για κακό μας διακατείχε κάθε που βγαίναμε απ’ τα σπίτια. Ποιος θα κάνει την μεγαλύτερη ζημιά. . Ακόμη ακούω τις φωνές της, τα ουρλιαχτά της, τις κατάρες της… «Πού να μη σώσετε», «Πού να μη φτουρήσετε να πάτε παραπέρα». Κι ύστερα, η ματιά της καρφωνόταν με μίσος σε μένα. «Εσύ είσαι κορίτσι καλέ;». «Πάρε ρε δαίμονα ένα κέντημα να φτιάσεις, που γυρίζεις με τα αγόρια!». «Θα το πω στον παπά Βασίλη!». « Θα δείτε τι θα σας κάνω». Και το ‘λεγε… Και ο καημένος ο παπάς, εν είδει λόγου στην κυριακάτικη λειτουργία, έκανε μια εκτενή αναφορά στα παλιόπαιδα τα ατίθασα του Παραπορτιού (το όνομα της γειτονιάς). Δεν έλεγε ονόματα, μα μας κοιτούσε με τα μικρά διαπεραστικά μάτια του τόσο έντονα και σ’ όλη την διάρκεια του κηρύγματος, που όλο το εκκλησίασμα γύριζε με σιχασιά να μας δει. . «Το οποίον του οποίου, σε τέσσερα αγόρια και σ’ ένα κορίτσι –ο Θεός να το κάνει – θα πέσει βαριά η τιμωρία του Χριστούλη». Και συνέχιζε… « Αν και η μάνα των δυο είναι μια καλή γυναικούλα και ο πατέρας τους χωροφύλαξ – γκλανγκ, η φωτογραφία μας ανφάς προφίλ- εν τούτοις, το οποίον του οποίου, κινδυνεύουσι να γίνουν ληστοσυμμορίται». Μετά ξεχνώντας τον νόμο περί προσωπικών δεδομένων, αλλά δεν υπήρχε τότε θαρρώ, απευθυνόταν στη μάνα μας… «Κυρά Γεωργία, φέρτα την Πέμπτη να τα διαβάσω».
Όμορφα χρόνια… Η Γιαννούλα ανάπαυσε την βασανισμένη ζωή της μετά από πολλούς παιδεμούς.
« Να μου ποτίζετε τα λουλούδια», ψιθύρισε ακόμη και την ύστατη ώρα. Ο παπά Βασίλης ‘’έφυγε’’ πολύ αργότερα, πλήρης ημερών. Εμείς σκορπίσαμε στα πέρατα…
Μόνο το πράσινο βαρέλι έμεινε στους καιρούς σχεδόν ανέπαφο να σκουριάζει τις μνήμες των παιδικών μας χρόνων…Όπως το κάτουρο των ‘’ληστοσυμμοριτών’’, που μόλυνε κάποτε το αφράτο χώμα του…